- ἁγεμόνευμα
- ἁ̱γεμόνευμα , ἡγεμόνευμαleadingneut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηγεμόνευμα — ἡγεμόνευμα και ἁγεμόνευμα, το (Α) [ηγεμονεύω] 1. ηγεμονία, αρχηγία 2. (με δοτ. αντί τού ηγεμών) φρ. «ἁγεμόνευμα νεκροῑσιν» ηγεμόνας νεκρών (Ευρ.) … Dictionary of Greek